φανεῖς

φανεῖς
φαίνω
A ren.
aor subj pass 2nd sg (epic)
φαίνω
A ren.
fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
φανάω
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Φανεὶς λαγὼς δυστυχεῖς ποιεῖ τρίβους. — φανεὶς λαγὼς δυστυχεῖς ποιεῖ τρίβους. См. Заяц дорогу перебежит к несчастью …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • φανείς — φαίνω A ren. aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • заяц дорогу перебежит — к несчастью — поверье (весьма старое) Ср. Заяц спрыгну/л из под кочи. Заинька, стой! не посмей Перебежать мне дорогу! Некрасов. Мороз красный нос. Ср. Невзгода, братец... заяц дорогу перебежал, какая уж тут охота? Что ни приложусь, паф, либо пудель, либо… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Заяц дорогу перебежит — к несчастью — Заяцъ дорогу перебѣжитъ къ несчастью, повѣрье (весьма старое). Ср. Заяцъ спрыгнулъ изъ подъ кочи, Заинька, стой! не посмѣй Перебѣжать мнѣ дорогу! Некрасовъ. Морозъ красный носъ. Ср. Невзгода, братецъ... заяцъ дорогу перебѣжалъ, какая ужъ тутъ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • μετακύμιος — μετακύμιος, ον (Α) 1. (κυριολ. και μτφ.) ο μεταξύ τών κυμάτων («εἰ γὰρ μετακύμιος ἄτας, ὦ Παιάν, φανείης» μακάρι, ώ Παιάν, να φανείς σωτήρας μεταξύ δύο κυμάτων αθλιότητας, Ευρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετακύμιον το μεταξύ τών κυμάτων διάστημα.… …   Dictionary of Greek

  • πήρωση — η / πήρωσις, εως, ΝΜΑ [πηρώ] 1. βλάβη ή ατέλεια, αναπηρία, ανικανότητα ενός μέλους τού σώματος ή μιας αισθήσεως (α. «γῆρας ὁλόκληρός ἐστι πήρωσις», Δημόκρ. β. «πήρωσις ἀκοῆς», Πλούτ.) 2. (ειδ.) η τύφλωση («καὶ ὁ ἥλιος φανεὶς ἰᾱται τὴν πήρωσιν»,… …   Dictionary of Greek

  • πόθεν — ΝΜΑ, και ιων. τ. κόθεν, Α επίρρ. νεοελλ. φρ. «πόθεν έσχες» δημόσιος κοινωνικός έλεγχος αξιωματούχου που διαχειρίστηκε δημόσιο χρήμα ή καθενός που πλούτισε ξαφνικά χωρίς εμφανείς πόρους αρχ. 1. από ποιο τόπο, από πού; (α. «εἰρώτα δὴ ἔπειτα, τίς… …   Dictionary of Greek

  • φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β …   Dictionary of Greek

  • χρόνιος — α, ο / χρόνιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α [χρόνος] 1. αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, που εξακολουθεί να υπάρχει για μεγάλο χρονικό διάστημα 2. ιατρ. (για ασθένειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από βραδεία εξέλιξη και μεγάλη χρονική διάρκεια αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”